ανθρωπεύω — ανθρωπεύω, ανθρώπεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανθρωπεύω : κυρίως με παθητική διάθεση γίνομαι άνθρωπος (να βρεις κι εσύ καμιά δουλειά, να κάνεις οικογένεια, να ανθρωπέψεις!) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανθρωπεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αμτβ., γίνομαι άνθρωπος, φέρνομαι πολιτισμένα: Με το λέγε λέγε επιτέλους ανθρώπεψε. 2. (για πράγματα), βελτιώνομαι: Ανθρώπεψε με το συγύρισμα το σπιτικό μας. 3. μτβ., εκπολιτίζω: Είδε κι έπαθε να τον ανθρωπέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγανθρωπεύω — Α αποφεύγω τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + ανθρωπεύω, μέσω ενός αμάρτυρου *φυγάνθρωπος (πρβλ. φιλ ανθρωπεύω)] … Dictionary of Greek
ανθρωπίζω — (Α ἀνθρωπίζω) νεοελλ. 1. ανθρωπεύω* 2. (μτβ.) εξανθρωπίζω αρχ. 1. ζω και συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, όπως ταιριάζει σε άνθρωπο 2. (παθ., ομαι) γίνομαι άνθρωπος … Dictionary of Greek
εξευρωπαΐζω — εξευρωπάισα, εξευρωπαΐστηκα, εξευρωπαϊσμένος, μτβ. 1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ευρωπαίο, του κάνω κτήμα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. 2. (για πρόσωπα), ανθρωπεύω, εκπολιτίζω, κάνω κάποιον πολιτισμένο (περισσότερο από όσο ήταν). 3. (για πράγματα),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξημερώνω — εξημέρωσα, εξημερώθηκα, εξημερωμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι από άγριο σε ήμερο, μερώνω, δαμάζω. 2. μτφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καλμάρω. 3. εκπολιτίζω, εξευγενίζω, ανθρωπεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)